Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λογάρια δ

См. также в других словарях:

  • λογάρια — λογά̱ρια , λογάριον petty speeches neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριάσαι — λογαριά̱σᾱͅ , λογαριάζω calculate fut part act fem dat sg (doric) λογαριάζω calculate aor inf act λογαριάσαῑ , λογαριάζω calculate aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάρι — το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν) νεοελλ. μσν. αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»